ἱερόλας: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175
(17)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱερόλας]], ὁ (Α)<br />ο [[ιερέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιερός]]. Το [[επίθημα]] της λ. προήλθε από [[μετοχή]] και απαντά στην Αρμενική με τη [[μορφή]] -<i>of</i>, -<i>ofaw</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μαινόλης]], δωρ. <i>μαινόλᾱς</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]])].
|mltxt=[[ἱερόλας]], ὁ (Α)<br />ο [[ιερέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιερός]]. Το [[επίθημα]] της λ. προήλθε από [[μετοχή]] και απαντά στην Αρμενική με τη [[μορφή]] -<i>of</i>, -<i>ofaw</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μαινόλης]], δωρ. <i>μαινόλᾱς</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱερόλᾱς:''' ὁ жрец Soph.
}}
}}

Revision as of 07:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόλας Medium diacritics: ἱερόλας Low diacritics: ιερόλας Capitals: ΙΕΡΟΛΑΣ
Transliteration A: hierólas Transliteration B: hierolas Transliteration C: ierolas Beta Code: i(ero/las

English (LSJ)

ὁ,= ἱερεύς, S.Fr.57 (dub.; for the termination cf. μαινόλης).

German (Pape)

[Seite 1241] ὁ, Priester, Soph. bei Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόλας: ὁ, = ἱερεύς, Σοφ. (Ἀποσπ. 55) παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε Schmidt.

Greek Monolingual

ἱερόλας, ὁ (Α)
ο ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός. Το επίθημα της λ. προήλθε από μετοχή και απαντά στην Αρμενική με τη μορφή -of, -ofaw (πρβλ. μαινόλης, δωρ. μαινόλᾱς < μαίνομαι)].

Russian (Dvoretsky)

ἱερόλᾱς: ὁ жрец Soph.