ιόζωνος: Difference between revisions

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰόζωνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ζώνη]] με [[χρώμα]] ίου<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πορφυρόζωνος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>ζωνος</i>, <i>πορφυρό</i>-<i>ζωνος</i>].
|mltxt=[[ἰόζωνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ζώνη]] με [[χρώμα]] ίου<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πορφυρόζωνος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), [[πρβλ]]. <i>βαθύ</i>-<i>ζωνος</i>, <i>πορφυρό</i>-<i>ζωνος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰόζωνος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ζώνη με χρώμα ίου
2. (κατά τον Ησύχ.) «πορφυρόζωνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ-ζωνος, πορφυρό-ζωνος].