ιππηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist

Menander, Monostichoi, 406
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱππηλάτης]] και -ας, ομηρ. μόνο ίππηλάτα, ως επίθ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιππέας]] ιπποδρομίου, [[αναβάτης]], αυτός που τρέχει [[πάνω]] σε [[άλογο]] σε ιππικούς αγώνες, κν. [[τζόκεϋ]] || (μσν. -αρχ.) αυτός που οδηγεί ίππο ή [[άρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο μαχόμενος [[έφιππος]] ή [[πάνω]] σε [[άρμα]], αρματομάχος (α. ἱππηλάτας καὶ πεδοστιβὴς [[λεώς]]» — ο [[λαός]] που μάχεται [[έφιππος]] κι ο [[λαός]] που μάχεται [[πεζός]], <b>Αισχύλ.</b><br />β. «πῶς δ' αὖ γέφυρας διαβαλοῡσ' ἱππηλάται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως κοσμητ. τιμητ. επίθ. μόνο στον επικό τ. ιππηλάτα) [[ιππότης]], αρματομάχος (α. «[[ἱππηλάτα]] [[Τυδεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ίππηλάτα [[Νέστωρ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ζευγ</i>-<i>ηλάτης</i>, <i>κωπ</i>-<i>ηλάτης</i>. Το -<i>η</i>- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱππηλάτης]] και -ας, ομηρ. μόνο ίππηλάτα, ως επίθ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιππέας]] ιπποδρομίου, [[αναβάτης]], αυτός που τρέχει [[πάνω]] σε [[άλογο]] σε ιππικούς αγώνες, κν. [[τζόκεϋ]] || (μσν. -αρχ.) αυτός που οδηγεί ίππο ή [[άρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο μαχόμενος [[έφιππος]] ή [[πάνω]] σε [[άρμα]], αρματομάχος (α. ἱππηλάτας καὶ πεδοστιβὴς [[λεώς]]» — ο [[λαός]] που μάχεται [[έφιππος]] κι ο [[λαός]] που μάχεται [[πεζός]], <b>Αισχύλ.</b><br />β. «πῶς δ' αὖ γέφυρας διαβαλοῡσ' ἱππηλάται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως κοσμητ. τιμητ. επίθ. μόνο στον επικό τ. ιππηλάτα) [[ιππότης]], αρματομάχος (α. «[[ἱππηλάτα]] [[Τυδεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ίππηλάτα [[Νέστωρ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), [[πρβλ]]. <i>ζευγ</i>-<i>ηλάτης</i>, <i>κωπ</i>-<i>ηλάτης</i>. Το -<i>η</i>- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱππηλάτης και -ας, ομηρ. μόνο ίππηλάτα, ως επίθ.)
νεοελλ.
ιππέας ιπποδρομίου, αναβάτης, αυτός που τρέχει πάνω σε άλογο σε ιππικούς αγώνες, κν. τζόκεϋ