ἱπποσείρης: Difference between revisions

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱπποσείρης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατευθύνει ίππο με τη [[σειρά]], με το [[καπίστρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σειρά]] «[[καπίστρι]]»].
|mltxt=[[ἱπποσείρης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατευθύνει ίππο με τη [[σειρά]], με το [[καπίστρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σειρά]] «[[καπίστρι]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱπποσείρης:''' ου ὁ запрягающий коней Anacr.
}}
}}

Revision as of 22:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποσείρης Medium diacritics: ἱπποσείρης Low diacritics: ιπποσείρης Capitals: ΙΠΠΟΣΕΙΡΗΣ
Transliteration A: hipposeírēs Transliteration B: hipposeirēs Transliteration C: ipposeiris Beta Code: i(pposei/rhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who leads a horse by the rein, Anacr.75.6.

German (Pape)

[Seite 1261] ὁ, der das Pferd anspannt, s. ἱπποπείρης.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποσείρης: -ου, ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἵππον ἀπὸ τῆς σειρᾶς, ἀπὸ τὸ «καπίστρι», Ἀνακρ. 75. 6.

Greek Monolingual

ἱπποσείρης, ὁ (Α)
αυτός που κατευθύνει ίππο με τη σειρά, με το καπίστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + σειρά «καπίστρι»].

Russian (Dvoretsky)

ἱπποσείρης: ου ὁ запрягающий коней Anacr.