ισχιοκοκκυγικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />ο [[σχετικός]] με τα ισχία και τον κόκκυγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>ischiococcygien</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ischio</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ισχίον</i> <span style="color: red;">+</span> <i>coccygien</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κοκκυγικός]])].
|mltxt=-ή, -ό<br />ο [[σχετικός]] με τα ισχία και τον κόκκυγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>ischiococcygien</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ischio</i> ([[πρβλ]]. <i>ισχίον</i> <span style="color: red;">+</span> <i>coccygien</i> ([[πρβλ]]. [[κοκκυγικός]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο σχετικός με τα ισχία και τον κόκκυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ischiococcygien < ischio (πρβλ. ισχίον + coccygien (πρβλ. κοκκυγικός)].