ἰσχιορρωγικός: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(18)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰσχιορρωγικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει πάθει [[μετακίνηση]] τών ισχίων, ο ξεγοφιασμένος<br /><b>αρχ.</b><br />(για στίχους) <b>φρ.</b> «ἰσχιορρωγικον [[μέτρον]]» — [[εξάμετρος]] [[στίχος]] με σπονδείους στη β', δ' και στ' [[χώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχίον]] <span style="color: red;">+</span> <i>ρώξ</i>, <i>ρωγ</i>-<i>ός</i> «[[ρωγμή]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ρήγνυμι]]) με διπλασιασμό του αρκτικού <i>ρ</i>- εν συνθέσει λόγω του προηγουμένου βραχέος φωνήεντος].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰσχιορρωγικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει πάθει [[μετακίνηση]] τών ισχίων, ο ξεγοφιασμένος<br /><b>αρχ.</b><br />(για στίχους) <b>φρ.</b> «ἰσχιορρωγικον [[μέτρον]]» — [[εξάμετρος]] [[στίχος]] με σπονδείους στη β', δ' και στ' [[χώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχίον]] <span style="color: red;">+</span> <i>ρώξ</i>, <i>ρωγ</i>-<i>ός</i> «[[ρωγμή]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ρήγνυμι]]) με διπλασιασμό του αρκτικού <i>ρ</i>- εν συνθέσει λόγω του προηγουμένου βραχέος φωνήεντος].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσχιορρωγικός:''' «с разбитыми бедрами», хромающий: ἰ. [[στίχος]] исхиоррогический стих (ямбический стих со спондеем во 2-й, 4-й или 6-й стопе).
}}
}}

Revision as of 22:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχιορρωγικός Medium diacritics: ἰσχιορρωγικός Low diacritics: ισχιορρωγικός Capitals: ΙΣΧΙΟΡΡΩΓΙΚΟΣ
Transliteration A: ischiorrōgikós Transliteration B: ischiorrōgikos Transliteration C: ischiorrogikos Beta Code: i)sxiorrwgiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ῥώξ)

   A with broken hips, limping, μέτρον ἰ. an iambic trimeter ending in five long syilables ascribed to Ananius, Gramm. Harl. in Studemund Ind. Lect. Vratisl. 1887/8p.16:—also ἰσχιορρώξ (sc. στίχος), ῶγος, ὁ, Tz.in An.Ox.3.310.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχιορρωγικός: -ή, -όν, (ῥὼξ) ἔχων διερρωγότα τὰ ἰσχία, χωλαίνων, στίχος ἰσχ., ἰαμβικὸς μετὰ σπονδείων ἐν τῇ β΄, δ΄ καὶ ς΄ χώρᾳ. Γραμμ. παρὰ Tyrwh, Diss. De Babrio σ. 17· πρβλ. χωλίαμβος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰσχιορρωγικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει πάθει μετακίνηση τών ισχίων, ο ξεγοφιασμένος
αρχ.
(για στίχους) φρ. «ἰσχιορρωγικον μέτρον» — εξάμετρος στίχος με σπονδείους στη β', δ' και στ' χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + ρώξ, ρωγ-ός «ρωγμή» (< ρήγνυμι) με διπλασιασμό του αρκτικού ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγουμένου βραχέος φωνήεντος].

Russian (Dvoretsky)

ἰσχιορρωγικός: «с разбитыми бедрами», хромающий: ἰ. στίχος исхиоррогический стих (ямбический стих со спондеем во 2-й, 4-й или 6-й стопе).