ιχνεύμων: Difference between revisions

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (Α [[ἰχνεύμων]])<br /><b>1.</b> ζώο της Αιγύπτου, παρόμοιο με τη [[νυφίτσα]], που ανιχνεύει τα αβγά του κροκοδείλου<br /><b>2.</b> <b>εντομολ.</b> [[είδος]] [[σφηκών]] που κυνηγούν τις αράχνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανιχνεύει, αυτός που αναζητά τα ίχνη, [[ιχνευτής]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰχνεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δαί</i>-<i>μων</i>, <i>πνεύ</i>-<i>μων</i>].
|mltxt=ὁ (Α [[ἰχνεύμων]])<br /><b>1.</b> ζώο της Αιγύπτου, παρόμοιο με τη [[νυφίτσα]], που ανιχνεύει τα αβγά του κροκοδείλου<br /><b>2.</b> <b>εντομολ.</b> [[είδος]] [[σφηκών]] που κυνηγούν τις αράχνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανιχνεύει, αυτός που αναζητά τα ίχνη, [[ιχνευτής]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰχνεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i> ([[πρβλ]]. <i>δαί</i>-<i>μων</i>, <i>πνεύ</i>-<i>μων</i>].
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ὁ (Α ἰχνεύμων)
1. ζώο της Αιγύπτου, παρόμοιο με τη νυφίτσα, που ανιχνεύει τα αβγά του κροκοδείλου
2. εντομολ. είδος σφηκών που κυνηγούν τις αράχνες
αρχ.
1. αυτός που ανιχνεύει, αυτός που αναζητά τα ίχνη, ιχνευτής
2. είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχνεύω + επίθημα -μων (πρβλ. δαί-μων, πνεύ-μων].