κάναβη: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(19) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κάνναβη και κάν(ν)αβις η, σπαν. το (AM κάναβις και [[κάνναβις]], -εως)<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας καν(ν)αβινίδες με ένα μόνο [[είδος]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> η κλωστική ύλη που παράγεται από την κάν(ν)αβη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., σκυθικής [[μάλλον]] ή θρακικής προελεύσεως, [[χωρίς]] να αποκλείεται και μεσοποταμιακή [[καταγωγή]] της ( | |mltxt=και κάνναβη και κάν(ν)αβις η, σπαν. το (AM κάναβις και [[κάνναβις]], -εως)<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας καν(ν)αβινίδες με ένα μόνο [[είδος]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> η κλωστική ύλη που παράγεται από την κάν(ν)αβη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., σκυθικής [[μάλλον]] ή θρακικής προελεύσεως, [[χωρίς]] να αποκλείεται και μεσοποταμιακή [[καταγωγή]] της ([[πρβλ]]. σουμερ. <i>kunibu</i> «[[κάνναβις]]»). Το λατ. <i>cannabis</i> [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:08, 23 August 2021
Greek Monolingual
και κάνναβη και κάν(ν)αβις η, σπαν. το (AM κάναβις και κάνναβις, -εως)
1. βοτ. γένος φυτών της οικογένειας καν(ν)αβινίδες με ένα μόνο είδος
2. συνεκδ. η κλωστική ύλη που παράγεται από την κάν(ν)αβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., σκυθικής μάλλον ή θρακικής προελεύσεως, χωρίς να αποκλείεται και μεσοποταμιακή καταγωγή της (πρβλ. σουμερ. kunibu «κάνναβις»). Το λατ. cannabis είναι δάνειο από την Ελληνική].