καμίσιον: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
(19) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kamision | |Transliteration C=kamision | ||
|Beta Code=kami/sion | |Beta Code=kami/sion | ||
|Definition=τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[shirt]], Stud.Pal.20.245.10 (vi A.D.), etc.:—also κάμισον, τό, <span class="bibl"><span class="title">PGen.</span>80.1</span> (<span class="title">Arch.Pap.</span>3.404, iv A.D.). [ῑ inferred from Romance languages; <b class="b3">κάμασος</b> and <b class="b3">καμάσιον</b> are perh. different.]</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καμίσιον]], τὸ (AM Μ, και καμίσιν)<br />[[είδος]] φορέματος, ίσως [[πουκάμισο]] που φορούσαν οι [[καμισάτοι]], αλλ. [[καμάσιον]]<br /><b>αρχ.</b><br />στρατιωτικό [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>camisia</i>, που [[είναι]] [[δάνειο]] πιθ. από την Κελτική. Η λ. [[καμίσιον]] μαρτυρείται ως β' συνθετικό στον τ. [[πουκάμισο]] (<span style="color: red;"><</span> <i>υπο</i>-[[κάμισον]])]. | |mltxt=[[καμίσιον]], τὸ (AM Μ, και καμίσιν)<br />[[είδος]] φορέματος, ίσως [[πουκάμισο]] που φορούσαν οι [[καμισάτοι]], αλλ. [[καμάσιον]]<br /><b>αρχ.</b><br />στρατιωτικό [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>camisia</i>, που [[είναι]] [[δάνειο]] πιθ. από την Κελτική. Η λ. [[καμίσιον]] μαρτυρείται ως β' συνθετικό στον τ. [[πουκάμισο]] (<span style="color: red;"><</span> <i>υπο</i>-[[κάμισον]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:45, 28 June 2020
English (LSJ)
τό,
A shirt, Stud.Pal.20.245.10 (vi A.D.), etc.:—also κάμισον, τό, PGen.80.1 (Arch.Pap.3.404, iv A.D.). [ῑ inferred from Romance languages; κάμασος and καμάσιον are perh. different.]
Greek Monolingual
καμίσιον, τὸ (AM Μ, και καμίσιν)
είδος φορέματος, ίσως πουκάμισο που φορούσαν οι καμισάτοι, αλλ. καμάσιον
αρχ.
στρατιωτικό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. camisia, που είναι δάνειο πιθ. από την Κελτική. Η λ. καμίσιον μαρτυρείται ως β' συνθετικό στον τ. πουκάμισο (< υπο-κάμισον)].