καμισάτοι
From LSJ
καμισᾱτοι, οἱ (Μ) καμίσιον
εκκλ. στο Βυζάντιο κατώτεροι κληρικοί που φορούσαν καμίσιον και βοηθούσαν τους ιερείς στην τέλεση της θείας λειτουργίας, φρόντιζαν να φέρνουν ανθρακιά στο θυσιαστήριο, να ετοιμάζουν το «ζέον» για τη θεία κοινωνία.