καρό: Difference between revisions
From LSJ
(19) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /> <b>1.</b> [[τετράγωνο]]<br /> <b>2.</b> ύφασμα με σχέδια διακοσμητικά σε [[σχήμα]] τετραγώνου<br /> <b>3.</b> η μία από τις [[τέσσερεις]] φυλές της τράπουλας, που έχει ως διακριτικό έναν κόκκινο ρόμβο.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=το<br /> <b>1.</b> [[τετράγωνο]]<br /> <b>2.</b> ύφασμα με σχέδια διακοσμητικά σε [[σχήμα]] τετραγώνου<br /> <b>3.</b> η μία από τις [[τέσσερεις]] φυλές της τράπουλας, που έχει ως διακριτικό έναν κόκκινο ρόμβο.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>carreau</i> «[[τετράγωνο]]»]. | ||
}} | }} |