καταγελαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(19)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταγελαστικός]], -ή, -όν (Α) [[καταγελώ]]<br />ο [[χλευαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[καταγελαστικῶς]] (Α)<br />χλευαστικά, εμπαικτικά.
|mltxt=[[καταγελαστικός]], -ή, -όν (Α) [[καταγελώ]]<br />ο [[χλευαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[καταγελαστικῶς]] (Α)<br />χλευαστικά, εμπαικτικά.
}}
{{elru
|elrutext='''καταγελαστικός:''' насмешливый Men.
}}
}}

Revision as of 22:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγελαστικός Medium diacritics: καταγελαστικός Low diacritics: καταγελαστικός Capitals: ΚΑΤΑΓΕΛΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katagelastikós Transliteration B: katagelastikos Transliteration C: katagelastikos Beta Code: katagelastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A satirical, ὕμνοι Men.Rh.p.337 S. (Comp.). Adv. -κῶς scoffingly, Poll. 5.128.

German (Pape)

[Seite 1341] ή, όν, zum Verspotten geneigt, adv. spöttisch, Poll. 5, 128, adv.

Greek Monolingual

καταγελαστικός, -ή, -όν (Α) καταγελώ
ο χλευαστικός.
επίρρ...
καταγελαστικῶς (Α)
χλευαστικά, εμπαικτικά.

Russian (Dvoretsky)

καταγελαστικός: насмешливый Men.