κατάσεισις: Difference between revisions
From LSJ
(19) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατάσεισις]], ἡ (Α) [[κατασείω]]<br />βίαιη [[κίνηση]] («[[κατάσεισις]] τῆς κεφαλῆς», <b>Γαλ.</b>). | |mltxt=[[κατάσεισις]], ἡ (Α) [[κατασείω]]<br />βίαιη [[κίνηση]] («[[κατάσεισις]] τῆς κεφαλῆς», <b>Γαλ.</b>). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατάσεισις -εως, ἡ [κατασείω] het schudden, schok. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A shaking, Hp.Art.43; τῆς κεφαλῆς Gal.10.1019.
German (Pape)
[Seite 1377] ἡ, das Erschüttern, Durchschütteln, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κατάσεισις: -εως, ἡ, τὸ κατασείειν, βίαιον σείσιμον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· κ. τειχῶν Κ. Πορφύρ.
Greek Monolingual
κατάσεισις, ἡ (Α) κατασείω
βίαιη κίνηση («κατάσεισις τῆς κεφαλῆς», Γαλ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάσεισις -εως, ἡ [κατασείω] het schudden, schok.