κεραστός: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
(20)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεραστός]], -ή, -όν (Α) [[κεράννυμι]]<br />αναμεμιγμένος.
|mltxt=[[κεραστός]], -ή, -όν (Α) [[κεράννυμι]]<br />αναμεμιγμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεραστός:''' -ή, -όν ([[κεράννυμι]]), ανακατεμένος, αναμεμειγμένος, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραστός Medium diacritics: κεραστός Low diacritics: κεραστός Capitals: ΚΕΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: kerastós Transliteration B: kerastos Transliteration C: kerastos Beta Code: kerasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A mixed, mingled, APl.4.83.

Greek (Liddell-Scott)

κεραστός: -ή, -όν, μεμιγμένος, ἀναμεμιγμένος, Ἀνθ. Πλαν. 4. 83.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mêlé, mélangé.
Étymologie: κεράννυμι.

Greek Monolingual

κεραστός, -ή, -όν (Α) κεράννυμι
αναμεμιγμένος.

Greek Monotonic

κεραστός: -ή, -όν (κεράννυμι), ανακατεμένος, αναμεμειγμένος, σε Ανθ.