κήρυκος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(20)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κήρυκος]], -ύκου, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κήρυκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κήρυξ]] [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κόρακος]] - [[κόραξ]])]·
|mltxt=[[κήρυκος]], -ύκου, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κήρυκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κήρυξ]] [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ος</i> ([[πρβλ]]. [[κόρακος]] - [[κόραξ]])]·
}}
}}

Latest revision as of 10:20, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1434] ὁ, nach E. M. 775, 26 äolisch = κήρυξ.

Greek Monolingual

κήρυκος, -ύκου, ὁ (Α)
βλ. κήρυκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κήρυξ κατά τα αρσ. σε -ος (πρβλ. κόρακος - κόραξ)]·