κίγκασος: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(20) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κίγκασος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κυβευτικός]] τις [[βόλος]]», δηλ. [[είδος]] ριξίματος του ζαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Τελείως αβέβαιη η [[σύνδεση]] του με το [[κίγκλος]]. | |mltxt=[[κίγκασος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κυβευτικός]] τις [[βόλος]]», δηλ. [[είδος]] ριξίματος του ζαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Τελείως αβέβαιη η [[σύνδεση]] του με το [[κίγκλος]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: <b class="b3">κυβευτικός τις βόλος</b>, also <b class="b3">κίκκασος</b> ...<b class="b3">καὶ βόλου ὄνομα</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: On the suffix Chantraine Formation 435; further unexplained. Fur. 281 assumes "spätgriech. Geminatenauflösung (Schwyzer, KZ 61, 230). No doubt a Pre-Greek word. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ, name of a throw at dice, Hsch.; cf. κίκκασος.
Greek (Liddell-Scott)
κίγκασος: «κυβευτικός τις βόλος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κίγκασος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κυβευτικός τις βόλος», δηλ. είδος ριξίματος του ζαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τελείως αβέβαιη η σύνδεση του με το κίγκλος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: κυβευτικός τις βόλος, also κίκκασος ...καὶ βόλου ὄνομα H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the suffix Chantraine Formation 435; further unexplained. Fur. 281 assumes "spätgriech. Geminatenauflösung (Schwyzer, KZ 61, 230). No doubt a Pre-Greek word.