κιναχύρα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(20)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κιναχύρα]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] κόσκινου με το οποίο κοσκινιζόταν το [[αλεύρι]].
|mltxt=[[κιναχύρα]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] κόσκινου με το οποίο κοσκινιζόταν το [[αλεύρι]].
}}
{{elru
|elrutext='''κῑνᾰχύρα:''' (ῠ) ἡ (ручная) веялка, сито Arph.
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνᾰχύρα Medium diacritics: κιναχύρα Low diacritics: κιναχύρα Capitals: ΚΙΝΑΧΥΡΑ
Transliteration A: kinachýra Transliteration B: kinachyra Transliteration C: kinachyra Beta Code: kinaxu/ra

English (LSJ)

[ῠ], ἡ,

   A sieve for bolting flour, Ar.Ec.730.

German (Pape)

[Seite 1439] ἡ, das Beutelsieb in der Mühle, die Kleie von dem Mehl zu sondern, Ar. Eccl. 730.

Greek (Liddell-Scott)

κῑνᾰχύρα: ἡ, εἶδος σάκκου ἢ πυκνοῦ κοσκίνου, «πυκνάδας», πρὸς κοσκίνισιν, τοῦ ἀλεύρου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 730. ― Κατὰ τὸν Σχολ.: «κιναχύρα, ὄνομα δούλης».

Greek Monolingual

κιναχύρα, ἡ (Α)
είδος κόσκινου με το οποίο κοσκινιζόταν το αλεύρι.

Russian (Dvoretsky)

κῑνᾰχύρα: (ῠ) ἡ (ручная) веялка, сито Arph.