κλειδοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(20)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κλειδοφόρος
|Medium diacritics=κλειδοφόρος
|Low diacritics=κλειδοφόρος
|Capitals=ΚΛΕΙΔΟΦΟΡΟΣ
|Transliteration A=kleidophóros
|Transliteration B=kleidophoros
|Transliteration C=kleidoforos
|Beta Code=kleidofo/ros
|Definition=v. sub [[κλειδοφορέω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλειδοφόρος''': -ον, ὁ φέρων κλειδία, Ἰων. κληϊδ- ἐν Συνεσ. 733Β.
|lstext='''κλειδοφόρος''': -ον, ὁ φέρων κλειδία, Ἰων. κληϊδ- ἐν Συνεσ. 733Β.

Revision as of 10:46, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλειδοφόρος Medium diacritics: κλειδοφόρος Low diacritics: κλειδοφόρος Capitals: ΚΛΕΙΔΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kleidophóros Transliteration B: kleidophoros Transliteration C: kleidoforos Beta Code: kleidofo/ros

English (LSJ)

v. sub κλειδοφορέω.

Greek (Liddell-Scott)

κλειδοφόρος: -ον, ὁ φέρων κλειδία, Ἰων. κληϊδ- ἐν Συνεσ. 733Β.

Greek Monolingual

κλειδοφόρος, ιων. τ. κληϊδοφόρος, ὁ, ἡ (Α)
ιερέας ή ιέρεια που φέρει, που κρατά τα κλειδιά, κλειδούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, -δός + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. νικη-φόρος, στεφανη-φόρος.