κλειδοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(20) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=κλειδοφόρος | |||
|Medium diacritics=κλειδοφόρος | |||
|Low diacritics=κλειδοφόρος | |||
|Capitals=ΚΛΕΙΔΟΦΟΡΟΣ | |||
|Transliteration A=kleidophóros | |||
|Transliteration B=kleidophoros | |||
|Transliteration C=kleidoforos | |||
|Beta Code=kleidofo/ros | |||
|Definition=v. sub [[κλειδοφορέω]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλειδοφόρος''': -ον, ὁ φέρων κλειδία, Ἰων. κληϊδ- ἐν Συνεσ. 733Β. | |lstext='''κλειδοφόρος''': -ον, ὁ φέρων κλειδία, Ἰων. κληϊδ- ἐν Συνεσ. 733Β. |
Revision as of 10:46, 31 January 2021
English (LSJ)
v. sub κλειδοφορέω.
Greek (Liddell-Scott)
κλειδοφόρος: -ον, ὁ φέρων κλειδία, Ἰων. κληϊδ- ἐν Συνεσ. 733Β.
Greek Monolingual
κλειδοφόρος, ιων. τ. κληϊδοφόρος, ὁ, ἡ (Α)
ιερέας ή ιέρεια που φέρει, που κρατά τα κλειδιά, κλειδούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, -δός + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. νικη-φόρος, στεφανη-φόρος.