κοινίτης: Difference between revisions
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(21) |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1467.png Seite 1467]] ὁ, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1467.png Seite 1467]] ὁ, Teilnehmer, Eust. 64. 39. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοινίτης]], ὁ (Α) [[κοινός]]<br />(για βίο) αυτός στον οποίο συμμετέχει [[κάποιος]], ο [[κοινός]] («κειμήλια χρήσιμα εἰς τὸν βίον, ὅv δή τις ἔφη κοινίτην», <b>Ευστ.</b>). | |mltxt=[[κοινίτης]], ὁ (Α) [[κοινός]]<br />(για βίο) αυτός στον οποίο συμμετέχει [[κάποιος]], ο [[κοινός]] («κειμήλια χρήσιμα εἰς τὸν βίον, ὅv δή τις ἔφη κοινίτην», <b>Ευστ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 10 April 2024
German (Pape)
[Seite 1467] ὁ, Teilnehmer, Eust. 64. 39.
Greek Monolingual
κοινίτης, ὁ (Α) κοινός
(για βίο) αυτός στον οποίο συμμετέχει κάποιος, ο κοινός («κειμήλια χρήσιμα εἰς τὸν βίον, ὅv δή τις ἔφη κοινίτην», Ευστ.).