κολλίκιος: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(21)
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κολλίκιος]], -ία, -ον (AM) [[κόλλιξ]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[κολλίκιον]]<br />μικρό [[κουλούρι]], κουλουράκι<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με κόλλικα, με [[κουλούρι]].
|mltxt=[[κολλίκιος]], -ία, -ον (AM) [[κόλλιξ]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[κολλίκιον]]<br />μικρό [[κουλούρι]], κουλουράκι<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με κόλλικα, με [[κουλούρι]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλίκιος Medium diacritics: κολλίκιος Low diacritics: κολλίκιος Capitals: ΚΟΛΛΙΚΙΟΣ
Transliteration A: kollíkios Transliteration B: kollikios Transliteration C: kollikios Beta Code: kolli/kios

English (LSJ)

[λῑ], α, ον, ko/llic-

   A shaped, ἄρτοι Ath.3.112f.

German (Pape)

[Seite 1473] von der Art od. Gestalt des κόλλιξ, ἄρτοι Ath. III, 112 f; auch τὸ κολλίκιον, Sp. – Vgl. κόλλαβος.

Greek (Liddell-Scott)

κολλίκιος: λῑ, α, ον, ἔχων τὸ σχῆμα κόλλικος, ἄρτοι Ἀθήν. 112F.

Greek Monolingual

κολλίκιος, -ία, -ον (AM) κόλλιξ
το ουδ. ως ουσ. τὸ κολλίκιον
μικρό κουλούρι, κουλουράκι
αρχ.
αυτός που μοιάζει με κόλλικα, με κουλούρι.