κοινωνώ: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
(21) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άω (AM κοινωνῶ, -έω, Α και δωρ. τ. κοινανῶ)<br />έχω ή [[κάνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή άλλους, [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[συμμετέχω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> (για ιερέα) [[μεταλαβαίνω]] κάποιον («ήλθε ο [[παπάς]] και τον κοινώνησε»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[παίρνω]] [[θεία]] [[μετάληψη]], [[θεία]] [[κοινωνία]], [[μεταλαβαίνω]] («νηστεύει, [[γιατί]] θα κοινωνήσει»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[μερίδιο]] ενός πράγματος, [[προσφέρω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i> | |mltxt=-άω (AM κοινωνῶ, -έω, Α και δωρ. τ. κοινανῶ)<br />έχω ή [[κάνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή άλλους, [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[συμμετέχω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> (για ιερέα) [[μεταλαβαίνω]] κάποιον («ήλθε ο [[παπάς]] και τον κοινώνησε»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[παίρνω]] [[θεία]] [[μετάληψη]], [[θεία]] [[κοινωνία]], [[μεταλαβαίνω]] («νηστεύει, [[γιατί]] θα κοινωνήσει»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[μερίδιο]] ενός πράγματος, [[προσφέρω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κοινωνοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[μεταλαβαίνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />συνουσιάζομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[μερίδιο]]<br /><b>2.</b> έχω σχέσεις, δοσοληψίες με κάποιον<br /><b>3.</b> [[συγκατανεύω]], [[συμφωνώ]] με κάποιον<br /><b>4.</b> [[συγκοινωνώ]], συνάπτομαι, [[συνδέομαι]]<br /><b>5.</b> [[αποτελώ]] [[κοινότητα]]<br /><b>6.</b> [[δίνω]] [[μερίδιο]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> ενώνομαι με [[κάτι]], συνενώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινών]], -<i>ῶνος</i>, παρ. του [[κοινός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:30, 26 March 2021
Greek Monolingual
-άω (AM κοινωνῶ, -έω, Α και δωρ. τ. κοινανῶ)
έχω ή κάνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω
νεοελλ.-μσν.
1. (μτβ.) (για ιερέα) μεταλαβαίνω κάποιον («ήλθε ο παπάς και τον κοινώνησε»)
2. (αμτβ.) παίρνω θεία μετάληψη, θεία κοινωνία, μεταλαβαίνω («νηστεύει, γιατί θα κοινωνήσει»)
μσν.
1. δίνω μερίδιο ενός πράγματος, προσφέρω
2. μέσ. κοινωνοῦμαι, -έομαι
μεταλαβαίνω
μσν.-αρχ.
συνουσιάζομαι
αρχ.
1. έχω μερίδιο
2. έχω σχέσεις, δοσοληψίες με κάποιον
3. συγκατανεύω, συμφωνώ με κάποιον
4. συγκοινωνώ, συνάπτομαι, συνδέομαι
5. αποτελώ κοινότητα
6. δίνω μερίδιο
7. παθ. ενώνομαι με κάτι, συνενώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινών, -ῶνος, παρ. του κοινός.