κοπρόχωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[χώμα]] αναμεμιγμένο με [[κοπριά]] που χρησιμοποιείται ως [[λίπασμα]]<br /><b>2.</b> [[προϊόν]] αποσύνθεσης κοπριάς ή φυτικών ουσιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] <span style="color: red;">+</span> [[χώμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καστανό</i>-<i>χωμα</i>, <i>κουμαρό</i>-<i>χωμα</i>)].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[χώμα]] αναμεμιγμένο με [[κοπριά]] που χρησιμοποιείται ως [[λίπασμα]]<br /><b>2.</b> [[προϊόν]] αποσύνθεσης κοπριάς ή φυτικών ουσιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] <span style="color: red;">+</span> [[χώμα]] ([[πρβλ]]. <i>καστανό</i>-<i>χωμα</i>, <i>κουμαρό</i>-<i>χωμα</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. χώμα αναμεμιγμένο με κοπριά που χρησιμοποιείται ως λίπασμα
2. προϊόν αποσύνθεσης κοπριάς ή φυτικών ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος + χώμα (πρβλ. καστανό-χωμα, κουμαρό-χωμα)].