κοπροχόος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που εκχέει, που εκβάλλει [[κόπρανα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κοπροχόο [[συρίγγιο]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[συρίγγιο]] που επικοινωνεί με το [[έντερο]], επιτρέποντας τη δίοδο κοπρανωδών υλών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[χόος]] (<span style="color: red;"><</span> [[χόος]] <span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οινο</i>-[[χόος]], <i>υδρο</i>-[[χόος]].
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που εκχέει, που εκβάλλει [[κόπρανα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κοπροχόο [[συρίγγιο]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[συρίγγιο]] που επικοινωνεί με το [[έντερο]], επιτρέποντας τη δίοδο κοπρανωδών υλών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[χόος]] (<span style="color: red;"><</span> [[χόος]] <span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), [[πρβλ]]. <i>οινο</i>-[[χόος]], <i>υδρο</i>-[[χόος]].
}}
}}

Revision as of 13:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που εκχέει, που εκβάλλει κόπρανα
2. φρ. «κοπροχόο συρίγγιο»
ιατρ. συρίγγιο που επικοινωνεί με το έντερο, επιτρέποντας τη δίοδο κοπρανωδών υλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -χόος (< χόος < χέω), πρβλ. οινο-χόος, υδρο-χόος.