κροκόχρως: Difference between revisions
From LSJ
Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich
(22) |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κροκόχρως]], -ωτος, ό και ἡ (Μ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρόκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[επιδερμίδα]], [[χροιά]]»), | |mltxt=[[κροκόχρως]], -ωτος, ό και ἡ (Μ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρόκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[επιδερμίδα]], [[χροιά]]»), [[πρβλ]]. <i>κηρό</i>-<i>χρως</i>, <i>οινό</i>-<i>χρως</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:05, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1512] saffranfarbig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κροκόχρως: ὁ, ἡ, ἔχων χρῶμα κρόκου, Νικήτ. Εὐγεν. 7. 1.
Greek Monolingual
κροκόχρως, -ωτος, ό και ἡ (Μ)
αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + -χρως (< χρώς «επιδερμίδα, χροιά»), πρβλ. κηρό-χρως, οινό-χρως].