κραξ: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ορνιθόμορφων πτηνών της οικογένειας cracidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>crax</i> (<span style="color: red;"><</span> νεώτ. λατ. <i>crax</i>, μεταπλασμένος τ. του [[κρεξ]]].
|mltxt=ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ορνιθόμορφων πτηνών της οικογένειας cracidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>crax</i> (<span style="color: red;"><</span> νεώτ. λατ. <i>crax</i>, μεταπλασμένος τ. του [[κρεξ]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος ορνιθόμορφων πτηνών της οικογένειας cracidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ, πρβλ. αγγλ. crax (< νεώτ. λατ. crax, μεταπλασμένος τ. του κρεξ].