κύνα: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
(22)
(5)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κύνα]], ἡ (Μ)<br />[[σκύλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύνας]], μεταπλ. τ. του [[κύων]], <i>κυνός</i>, με [[αλλαγή]] γένους].
|mltxt=[[κύνα]], ἡ (Μ)<br />[[σκύλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύνας]], μεταπλ. τ. του [[κύων]], <i>κυνός</i>, με [[αλλαγή]] γένους].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κύνα:''' αιτ. του [[κύων]].
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. κύων.

Greek Monolingual

κύνα, ἡ (Μ)
σκύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύνας, μεταπλ. τ. του κύων, κυνός, με αλλαγή γένους].

Greek Monotonic

κύνα: αιτ. του κύων.