κύμβαλο: Difference between revisions
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[κύμβαλον]])<br /><b>1.</b> [[είδος]] μουσικού οργάνου που αποτελείται από δύο ορειχάλκινους κοίλους δίσκους, οι οποίοι όταν κρούονται [[μεταξύ]] τους παράγουν ήχο, κν. τάσια (α. «με σάλπιγγες και τύμπανα και κύμβαλα και σείστρα», Πορφύρ.<br />β. «οἳ δέ κυμβάλοις καὶ τυμπάνοις ἄχθονται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κύμβαλον]] ἀλαλάζον» — λέγεται για κείνον που απηχεί άκριτα γνώμες τρίτων (ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύμβη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλ</i>-<i>ον</i> ( | |mltxt=το (Α [[κύμβαλον]])<br /><b>1.</b> [[είδος]] μουσικού οργάνου που αποτελείται από δύο ορειχάλκινους κοίλους δίσκους, οι οποίοι όταν κρούονται [[μεταξύ]] τους παράγουν ήχο, κν. τάσια (α. «με σάλπιγγες και τύμπανα και κύμβαλα και σείστρα», Πορφύρ.<br />β. «οἳ δέ κυμβάλοις καὶ τυμπάνοις ἄχθονται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κύμβαλον]] ἀλαλάζον» — λέγεται για κείνον που απηχεί άκριτα γνώμες τρίτων (ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύμβη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλ</i>-<i>ον</i> ([[πρβλ]]. <i>κρότ</i>-<i>αλ</i>-<i>ον</i>, <i>πέτ</i>-<i>αλ</i>-<i>ον</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κυμβαλίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυμβάλιον]], [[κυμβαλίτις]], <i>κυμβαλώδη</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κυμβαλοκρούστης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (Α κύμβαλον)
1. είδος μουσικού οργάνου που αποτελείται από δύο ορειχάλκινους κοίλους δίσκους, οι οποίοι όταν κρούονται μεταξύ τους παράγουν ήχο, κν. τάσια (α. «με σάλπιγγες και τύμπανα και κύμβαλα και σείστρα», Πορφύρ.
β. «οἳ δέ κυμβάλοις καὶ τυμπάνοις ἄχθονται», Πλούτ.)
2. φρ. «κύμβαλον ἀλαλάζον» — λέγεται για κείνον που απηχεί άκριτα γνώμες τρίτων (ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβη + επίθημα -αλ-ον (πρβλ. κρότ-αλ-ον, πέτ-αλ-ον).
ΠΑΡ. κυμβαλίζω
αρχ.
κυμβάλιον, κυμβαλίτις, κυμβαλώδη.
ΣΥΝΘ. αρχ. κυμβαλοκρούστης.