κυμβαλίτις

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

κυμβαλῖτις, -ίτιδος, ἡ (Α)
το φυτό κοτυληδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβαλον + κατάλ. -ίτις (πρβλ. ηπατίτις, ρινίτις)].