Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
κυμβαλῖτις, -ίτιδος, ἡ (Α)το φυτό κοτυληδών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβαλον + κατάλ. -ίτις (πρβλ. ηπατίτις, ρινίτις)].