κυστίκερκος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>ζωολ.</b> το τελικό προνυμφικό [[στάδιο]] τών ταινιών, το οποίο έχει [[μορφή]] κύστης γεμάτης [[υγρό]], στα εσωτερικά τοιχώματα της οποίας αναπτύσσεται η [[σκωληκοκεφαλή]] τών παρασίτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>cysticerque</i> <span style="color: red;"><</span> <i>cysti</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κυστε</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> <i>cerque</i> (<span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>cercus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κέρκος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργ. Μαραμήτσα].
|mltxt=ο<br /><b>ζωολ.</b> το τελικό προνυμφικό [[στάδιο]] τών ταινιών, το οποίο έχει [[μορφή]] κύστης γεμάτης [[υγρό]], στα εσωτερικά τοιχώματα της οποίας αναπτύσσεται η [[σκωληκοκεφαλή]] τών παρασίτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>cysticerque</i> <span style="color: red;"><</span> <i>cysti</i>- ([[πρβλ]]. <i>κυστε</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> <i>cerque</i> (<span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>cercus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κέρκος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργ. Μαραμήτσα].
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
ζωολ. το τελικό προνυμφικό στάδιο τών ταινιών, το οποίο έχει μορφή κύστης γεμάτης υγρό, στα εσωτερικά τοιχώματα της οποίας αναπτύσσεται η σκωληκοκεφαλή τών παρασίτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cysticerque < cysti- (πρβλ. κυστεο-) + cerque (< νεολατ. cercus < κέρκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργ. Μαραμήτσα].