μοίχιος: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
(25)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μοίχιος]], -ία, -ον (Α) [[μοιχός]]<br />[[μοιχικός]], αυτός που σχετίζεται με [[πράξη]] μοιχείας ή που γεννήθηκε με [[μοιχεία]].
|mltxt=[[μοίχιος]], -ία, -ον (Α) [[μοιχός]]<br />[[μοιχικός]], αυτός που σχετίζεται με [[πράξη]] μοιχείας ή που γεννήθηκε με [[μοιχεία]].
}}
{{elru
|elrutext='''μοίχιος:''' распутный, прелюбодейный (λέκτρα Anth.).
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοίχιος Medium diacritics: μοίχιος Low diacritics: μοίχιος Capitals: ΜΟΙΧΙΟΣ
Transliteration A: moíchios Transliteration B: moichios Transliteration C: moichios Beta Code: moi/xios

English (LSJ)

α, ον, = foreg.,

   A λέκτρα AP5.301.7 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 199] = Vorigem, λέκτρα, Agath. 3 (V, 302).

Greek (Liddell-Scott)

μοίχιος: -α, -ον, μοιχικός, Ἀνθ. Π. 5. 302.

Greek Monolingual

μοίχιος, -ία, -ον (Α) μοιχός
μοιχικός, αυτός που σχετίζεται με πράξη μοιχείας ή που γεννήθηκε με μοιχεία.

Russian (Dvoretsky)

μοίχιος: распутный, прелюбодейный (λέκτρα Anth.).