μολοχίτης: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(25) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μολοχίτης]], ό ή μολοχῑτις, ἡ (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[μολοχίτης]] [[λίθος]]» ή «μολοχῑτις [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου που έχει [[χρώμα]] μολόχας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μολόχη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]]/ -<i>ῖτις</i>, που εμφανίζεται σε ονομασίες λίθων ( | |mltxt=[[μολοχίτης]], ό ή μολοχῑτις, ἡ (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[μολοχίτης]] [[λίθος]]» ή «μολοχῑτις [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου που έχει [[χρώμα]] μολόχας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μολόχη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]]/ -<i>ῖτις</i>, που εμφανίζεται σε ονομασίες λίθων ([[πρβλ]]. <i>ονυχ</i>-[[ίτης]], <i>σιδηρ</i>-<i>ίτις</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:19, 23 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
μολοχίτης: λίθος, ὁ, εἶδος πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 36. [ῑ].
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
s.e. λίθος;
sorte de pierre précieuse.
Étymologie: μολόχιον.
Greek Monolingual
μολοχίτης, ό ή μολοχῑτις, ἡ (Α)
φρ. «μολοχίτης λίθος» ή «μολοχῑτις λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου που έχει χρώμα μολόχας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολόχη + επίθημα -ίτης/ -ῖτις, που εμφανίζεται σε ονομασίες λίθων (πρβλ. ονυχ-ίτης, σιδηρ-ίτις)].