λειψανάβατος: Difference between revisions
From LSJ
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[λειπανάβατος]], -η, -ο<br /><b>1.</b> (για τον άρτο) [[ελλιπής]] ως [[προς]] το [[ανέβασμα]], αυτός που έχει υποστεί ατελή [[ζύμωση]], [[λειψός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ. για πρόσ.</b> ο μη [[δραστήριος]], αυτός που δεν μπορεί να φέρει [[κάτι]] σε [[πέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λειψός]] <span style="color: red;">+</span> [[αναβατός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αναβαίνω]]), | |mltxt=και [[λειπανάβατος]], -η, -ο<br /><b>1.</b> (για τον άρτο) [[ελλιπής]] ως [[προς]] το [[ανέβασμα]], αυτός που έχει υποστεί ατελή [[ζύμωση]], [[λειψός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ. για πρόσ.</b> ο μη [[δραστήριος]], αυτός που δεν μπορεί να φέρει [[κάτι]] σε [[πέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λειψός]] <span style="color: red;">+</span> [[αναβατός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αναβαίνω]]), [[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>ανάβατος</i>. Ο τ. [[λειπανάβατος]] από το θ. <i>λειπ</i>- του [[λείπω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 23 August 2021
Greek Monolingual
και λειπανάβατος, -η, -ο
1. (για τον άρτο) ελλιπής ως προς το ανέβασμα, αυτός που έχει υποστεί ατελή ζύμωση, λειψός
2. μτφ. για πρόσ. ο μη δραστήριος, αυτός που δεν μπορεί να φέρει κάτι σε πέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + αναβατός (< αναβαίνω), πρβλ. δυσ-ανάβατος. Ο τ. λειπανάβατος από το θ. λειπ- του λείπω.