λαιμόρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
(22)
(5)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαιμόρρυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ρέει από τον λαιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ρέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμό</i>-<i>ρρυτος</i>, <i>μελί</i>-<i>ρρυτος</i>].
|mltxt=[[λαιμόρρυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ρέει από τον λαιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ρέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμό</i>-<i>ρρυτος</i>, <i>μελί</i>-<i>ρρυτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λαιμόρρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που ρέει από το λαιμό, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμόρρῠτος Medium diacritics: λαιμόρρυτος Low diacritics: λαιμόρρυτος Capitals: ΛΑΙΜΟΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: laimórrytos Transliteration B: laimorrytos Transliteration C: laimorrytos Beta Code: laimo/rrutos

English (LSJ)

ον, (ῥέω)

   A gushing from the throat, σφαγά E.Hel.355 (lyr.).

Greek Monolingual

λαιμόρρυτος, -ον (Α)
αυτός που ρέει από τον λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -ρρυτος (< ρέω), πρβλ. αιμό-ρρυτος, μελί-ρρυτος].

Greek Monotonic

λαιμόρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που ρέει από το λαιμό, σε Ευρ.