λάξις: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λάξις]], -ιος, ἡ (Α)<br />[[τμήμα]] γης που δίνεται με κλήρο, [[κλήρος]] γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιων. τ. του [[λῆξις]]].
|mltxt=[[λάξις]], -ιος, ἡ (Α)<br />[[τμήμα]] γης που δίνεται με κλήρο, [[κλήρος]] γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιων. τ. του [[λῆξις]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λάξις:''' -ιος, ἡ (λᾰχεῖν), [[κομμάτι]] γης που απονέμεται σε κάποιον με κλήρο, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάξις Medium diacritics: λάξις Low diacritics: λάξις Capitals: ΛΑΞΙΣ
Transliteration A: láxis Transliteration B: laxis Transliteration C: laxis Beta Code: la/cis

English (LSJ)

(not λᾶξις), ιος, ἡ, (λαχεῖν) Ion. for λῆξις (A),

   A that which is assigned by lot, an allotment of land, Hdt.4.21; μοίρης λ. SIG57.35 (Miletus, v B. C.); so prob. καί σφε τεὴν ἐκρίναο λάξιν Call.Jov.80.

German (Pape)

[Seite 15] ἡ, ion. = λάχεσις, Her. 4, 21, das durch das Loos zugetheilte Stück Land.

Greek (Liddell-Scott)

λάξις: (οὐχὶ λᾶξις), ιος, ἡ, (λαχεῖν) ὡς τὸ λάχεσις, τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον εἴς τινα, μέρος γῆς, Ἰων. τύπος ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 4. 21· οὕτω πιθαν., καί σφε τεὴν ἐκρίναο λάξιν Καλλ. εἰς Δία 80. Πρβλ. λῆξις.

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
lot de terre attribué par le sort.
Étymologie: R. Λαχ ; cf. λαγχάνω.

Greek Monolingual

λάξις, -ιος, ἡ (Α)
τμήμα γης που δίνεται με κλήρο, κλήρος γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του λῆξις].

Greek Monotonic

λάξις: -ιος, ἡ (λᾰχεῖν), κομμάτι γης που απονέμεται σε κάποιον με κλήρο, σε Ηρόδ.