λαρίς: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />ο [[γλάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λάρος]] [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ίς</i>].
|mltxt=[[λαρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />ο [[γλάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λάρος]] [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ίς</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾰρίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[λάρος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαρίς Medium diacritics: λαρίς Low diacritics: λαρίς Capitals: ΛΑΡΙΣ
Transliteration A: larís Transliteration B: laris Transliteration C: laris Beta Code: lari/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = λάρος, AP7.652 (Leon.), 654 (Id.).

German (Pape)

[Seite 16] ίδος, ἡ, = λάρος, Leon. Tar. 74 (VII, 652).

Greek (Liddell-Scott)

λᾰρίς: -ίδος, ἡ, = λάρος, Ἀνθ. Π. 7. 652, 654.

Greek Monolingual

λαρίς, -ίδος, ἡ (Α)
ο γλάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λάρος κατά τα θηλ. σε -ίς].

Greek Monotonic

λᾰρίς: -ίδος, ἡ, = λάρος, σε Ανθ.