λειόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> (για φυλές ή μεμον. ανθρώπους) αυτός που έχει λείο [[τρίχωμα]], [[λεία]] [[κόμη]], λειόκομος<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας timaliidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> «[[τρίχα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυανό</i>-[[θριξ]], [[λευκό]]-[[θριξ]]. Ο τ. με την επιστημονική του σημ. [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>leiothrix</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>leiothrix</i> <span style="color: red;"><</span> <i>leio</i>- <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>thrix</i> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> (για φυλές ή μεμον. ανθρώπους) αυτός που έχει λείο [[τρίχωμα]], [[λεία]] [[κόμη]], λειόκομος<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας timaliidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> «[[τρίχα]]»), [[πρβλ]]. <i>κυανό</i>-[[θριξ]], [[λευκό]]-[[θριξ]]. Ο τ. με την επιστημονική του σημ. [[είναι]] αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>leiothrix</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>leiothrix</i> <span style="color: red;"><</span> <i>leio</i>- <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>thrix</i> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]].
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
1. (για φυλές ή μεμον. ανθρώπους) αυτός που έχει λείο τρίχωμα, λεία κόμη, λειόκομος
2. ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας timaliidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -θριξ (< θρίξ, τριχός «τρίχα»), πρβλ. κυανό-θριξ, λευκό-θριξ. Ο τ. με την επιστημονική του σημ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leiothrix < νεολατ. leiothrix < leio- < λεῖος + -thrix < θρίξ.