λειόθριξ
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
Greek Monolingual
ο
1. (για φυλές ή μεμον. ανθρώπους) αυτός που έχει λείο τρίχωμα, λεία κόμη, λειόκομος
2. ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας timaliidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -θριξ (< θρίξ, τριχός «τρίχα»), πρβλ. κυανό-θριξ, λευκό-θριξ. Ο τ. με την επιστημονική του σημ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leiothrix < νεολατ. leiothrix < leio- < λεῖος + -thrix < θρίξ.