λατρευτής: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(22) |
m (pape replacement) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[λατρευτής]]) [[λατρεύω]]<br />αυτός που λατρεύει κάποιον ή [[κάτι]], ο αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που [[είναι]] στην [[υπηρεσία]] κάποιου, [[υπηρέτης]], [[δούλος]], [[θεράπων]]. | |mltxt=ο (AM [[λατρευτής]]) [[λατρεύω]]<br />αυτός που λατρεύει κάποιον ή [[κάτι]], ο αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που [[είναι]] στην [[υπηρεσία]] κάποιου, [[υπηρέτης]], [[δούλος]], [[θεράπων]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, = [[λατρεύς]], Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:55, 24 November 2022
Greek (Liddell-Scott)
λατρευτής: -οῦ, ὁ, = λατρεύς, τοῦ θεοῦ Ἰουστ. Μ. πρὸς Τρύφωνα 64.
Greek Monolingual
ο (AM λατρευτής) λατρεύω
αυτός που λατρεύει κάποιον ή κάτι, ο αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι
μσν.
αυτός που είναι στην υπηρεσία κάποιου, υπηρέτης, δούλος, θεράπων.
German (Pape)
ὁ, = λατρεύς, Sp.