Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιλιώδη: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τα<br /><b>βοτ.</b> [[τάξη]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>liliales</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>liliales</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lilium</i> <span style="color: red;">+</span> λατ. κατάλ. -<i>ales</i>. Η λ. [[κατά]] τη [[μεταφορά]] της έλαβε την ελλ. παραγωγική [[κατάληξη]] -<i>ώδη</i>].
|mltxt=τα<br /><b>βοτ.</b> [[τάξη]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>liliales</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>liliales</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lilium</i> <span style="color: red;">+</span> λατ. κατάλ. -<i>ales</i>. Η λ. [[κατά]] τη [[μεταφορά]] της έλαβε την ελλ. παραγωγική [[κατάληξη]] -<i>ώδη</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:27, 23 August 2021

Greek Monolingual

τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. liliales < νεολατ. liliales < lilium + λατ. κατάλ. -ales. Η λ. κατά τη μεταφορά της έλαβε την ελλ. παραγωγική κατάληξη -ώδη].