ληνίς: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(23) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ληνίς]], -[[ίδος]], ἡ (ΑM) [[Λήναι]]<br />η βακχεύουσα, η [[Βάκχη]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ληνίς]], -[[ίδος]], ἡ (ΑM) [[Λήναι]]<br />η βακχεύουσα, η [[Βάκχη]].<br /> <b>(II)</b><br />[[ληνίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[ληνός]]<br /><b>1.</b> [[σκάφη]] για [[πότισμα]] ζώων<br /><b>2.</b> [[σκάφη]] ζυμώματος<br /><b>3.</b> η [[ιστοπέδη]], το [[μέρος]] που υποδέχεται τον ιστό πλοίου. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A a Bacchante, Eust.629.30, Suid. II = ληνός 2 or 3, PTeb.414.31 (ii A.D.); = ληνός 4, EM478.28 (λινίδα codd.).
German (Pape)
[Seite 40] ίδος, ἡ, die Bacchantinn, Suid. Nach E. M. 478, 29 auch = ληνός.
Greek (Liddell-Scott)
ληνίς: -ίδος, ἡ, ἡ βακχεύουσα, Βάκχη, Εὐστ. 629. 30, Σουΐδ. ΙΙ. ληνός, Ἐτυμολ. Μέγ. 478. 29 (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφ. λινίδα).
Greek Monolingual
(I)
ληνίς, -ίδος, ἡ (ΑM) Λήναι
η βακχεύουσα, η Βάκχη.
(II)
ληνίς, -ίδος, ἡ (Α) ληνός
1. σκάφη για πότισμα ζώων
2. σκάφη ζυμώματος
3. η ιστοπέδη, το μέρος που υποδέχεται τον ιστό πλοίου.