λυσιτελούντως: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυσιτελούντως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> χρήσιμα, ωφέλιμα («[[λυσιτελούντως]] ἑαυτοῑς», Δίων Κάσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσιτελῶν</i>, -<i>οῦντος</i>, μτχ. του ρ. <i>λυσιτελῶ</i>].
|mltxt=[[λυσιτελούντως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> χρήσιμα, ωφέλιμα («[[λυσιτελούντως]] ἑαυτοῑς», Δίων Κάσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσιτελῶν</i>, -<i>οῦντος</i>, μτχ. του ρ. <i>λυσιτελῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῡσιτελούντως:''' επίρρ. μτχ. ενεστ. του [[λυσιτελέω]], χρήσιμα, ωφέλιμα, επωφελώς, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐτελούντως Medium diacritics: λυσιτελούντως Low diacritics: λυσιτελούντως Capitals: ΛΥΣΙΤΕΛΟΥΝΤΩΣ
Transliteration A: lysiteloúntōs Transliteration B: lysitelountōs Transliteration C: lysiteloyntos Beta Code: lusitelou/ntws

English (LSJ)

Adv.

   A usefully, profitably, X.Oec.20.21, Pl.Alc.2.146b; ἑαυτοῖς D.C.56.40.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιτελούντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ λυσιτελέω, χρησίμως, ὠφελίμως, ἐπωφελῶς, Ξεν. Οἰκ. 20, 21, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146B· τινὶ Δίων Κ. 56. 40.

French (Bailly abrégé)

adv.
utilement.
Étymologie: λυσιτελέω.

Greek Monolingual

λυσιτελούντως (Α)
επίρρ. χρήσιμα, ωφέλιμα («λυσιτελούντως ἑαυτοῑς», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσιτελῶν, -οῦντος, μτχ. του ρ. λυσιτελῶ].

Greek Monotonic

λῡσιτελούντως: επίρρ. μτχ. ενεστ. του λυσιτελέω, χρήσιμα, ωφέλιμα, επωφελώς, σε Ξεν.