μάματα: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(24)
(2)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μάματα]] και [[μάμματα]], τὰ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μάματα]]<br />ποιήματα, βρώματα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (δωρ.-μακεδον.) της λ. <i>μάγματα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]]»). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το [[μαμμᾶν]] «[[θηλάζω]], [[τρώγω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[μάμμη]])].
|mltxt=[[μάματα]] και [[μάμματα]], τὰ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μάματα]]<br />ποιήματα, βρώματα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (δωρ.-μακεδον.) της λ. <i>μάγματα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]]»). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το [[μαμμᾶν]] «[[θηλάζω]], [[τρώγω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[μάμμη]])].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n. pl.<br />Meaning: <b class="b3">ποιήματα</b> (<b class="b3">πέμματα</b> Meineke), <b class="b3">βρώματα</b> H.; <b class="b3">μάμματα βρω-ματα</b> (sch. Pl. Alc. 1, 118e).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: After v. Blumenthal Hesychst. 21 f. dial. (Dor.-Macedon.) for <b class="b3">μάγματα</b> (to <b class="b3">μάσσω</b> [[knead]]).
}}
}}

Revision as of 03:47, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάματα Medium diacritics: μάματα Low diacritics: μάματα Capitals: ΜΑΜΑΤΑ
Transliteration A: mámata Transliteration B: mamata Transliteration C: mamata Beta Code: ma/mata

English (LSJ)

ποιήματα, βρώματα, Hsch.; cf. μάμματα. μαματίδες· ἀναδενδράδες (Dolopian), Id. μαμάτραι· οἱ στρατηγοί, παρὰ Ἰνδοῖς, Id. μἀμελεῖν, Att. crasis for μὴ ἀμελεῖν.

Greek Monolingual

μάματα και μάμματα, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μάματα
ποιήματα, βρώματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (δωρ.-μακεδον.) της λ. μάγματα (πρβλ. μάσσω «ζυμώνω»). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το μαμμᾶν «θηλάζω, τρώγω» (πρβλ. μάμμη)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. pl.
Meaning: ποιήματα (πέμματα Meineke), βρώματα H.; μάμματα βρω-ματα (sch. Pl. Alc. 1, 118e).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: After v. Blumenthal Hesychst. 21 f. dial. (Dor.-Macedon.) for μάγματα (to μάσσω knead).