μεγαλοεργία: Difference between revisions
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(24) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεγαλοεργία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μεγαλουργία]]. | |mltxt=[[μεγαλοεργία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μεγαλουργία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεγᾰλοεργία:''' ἡ, συνηρ. -ουργία, [[μεγαλοπρέπεια]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A great achievement, Plb.30.25.1 (s. v. l.); contr. μεγᾰλουργία, Str.3.5.6, Ph.2.143, J.AJ2.7.1; magnificence, ib.8.3.2, al., Luc.Cal.17.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
par contr. μεγαλουργία;
grandeur des actions.
Étymologie: μεγαλοεργός.
Greek Monolingual
μεγαλοεργία, ἡ (Α)
βλ. μεγαλουργία.
Greek Monotonic
μεγᾰλοεργία: ἡ, συνηρ. -ουργία, μεγαλοπρέπεια, σε Λουκ.