μελανοπώγων: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελανοπώγων]], ὁ (Μ)<br />αυτός που έχει μαύρη [[γενειάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «[[γενειάδα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κυανο</i>-[[πώγων]])].
|mltxt=[[μελανοπώγων]], ὁ (Μ)<br />αυτός που έχει μαύρη [[γενειάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «[[γενειάδα]]» ([[πρβλ]]. <i>κυανο</i>-[[πώγων]])].
}}
}}

Revision as of 15:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

μελανοπώγων, ὁ (Μ)
αυτός που έχει μαύρη γενειάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. κυανο-πώγων)].