μελισμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελισμάτιον]], τὸ (Α) [[μέλισμα]]<br />υποκορ. του [[μέλισμα]].
|mltxt=[[μελισμάτιον]], τὸ (Α) [[μέλισμα]]<br />υποκορ. του [[μέλισμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελισμάτιον:''' τό, υποκορ. του [[μέλισμα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισμάτιον Medium diacritics: μελισμάτιον Low diacritics: μελισμάτιον Capitals: ΜΕΛΙΣΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: melismátion Transliteration B: melismation Transliteration C: melismation Beta Code: melisma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of foreg., v.l. in AP11.168 (Antiphan.).

German (Pape)

[Seite 123] τό, dim. zum Vorigen, f. L. bei Antiphan. 4 (XI, 168).

Greek (Liddell-Scott)

μελισμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μέλισμα, Ἀνθ. Π. 11. 168.

Greek Monolingual

μελισμάτιον, τὸ (Α) μέλισμα
υποκορ. του μέλισμα.

Greek Monotonic

μελισμάτιον: τό, υποκορ. του μέλισμα, σε Ανθ.