μελισσουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(24)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μελισσουργός]] και αττ. τ. [[μελιττουργός]])<br />[[μελισσοκόμος]] («ἐν μιᾷ γὰρ ἢ ἐν δυσὶν ἡμέραις πλήρη εὑρίσκουσι τὰ [[σμήνη]] οἱ μελιττουργοὶ μέλιτος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> ο [[μελισσοφάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i>].
|mltxt=ο (Α [[μελισσουργός]] και αττ. τ. [[μελιττουργός]])<br />[[μελισσοκόμος]] («ἐν μιᾷ γὰρ ἢ ἐν δυσὶν ἡμέραις πλήρη εὑρίσκουσι τὰ [[σμήνη]] οἱ μελιττουργοὶ μέλιτος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> ο [[μελισσοφάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''μελισσουργός:''' атт. [[μελιττουργός]] ὁ пчеловод Plat., Arst.
}}
}}

Revision as of 23:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσουργός Medium diacritics: μελισσουργός Low diacritics: μελισσουργός Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: melissourgós Transliteration B: melissourgos Transliteration C: melissourgos Beta Code: melissourgo/s

English (LSJ)

Att. μελιττ-, ὁ,

   A = μελισσεύς, Pl.R.564c, Lg.842d, Arist.HA554a2, Thphr.HP6.2.3, PCair.Zen.368.5, al. (iii B. C.), PTeb.5.140 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 124] att. μελιττουργός, sich mit Bienen beschäftigend; ὁ μελ., der Bienenzüchter, neben νομεύς, Plat. Legg. VIII, 842 d; Ael. H. A. 1, 9 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσουργός: Ἀττ. μελιττ-, ὁ, (ἔργον) = μελισσεύς, Πλάτ. Πολ. 564C (Ἀντιγρ. μελιτουργός), Νόμ. 842D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
éleveur d’abeilles, apiculteur.
Étymologie: μέλισσα, ἔργον.

Greek Monolingual

ο (Α μελισσουργός και αττ. τ. μελιττουργός)
μελισσοκόμος («ἐν μιᾷ γὰρ ἢ ἐν δυσὶν ἡμέραις πλήρη εὑρίσκουσι τὰ σμήνη οἱ μελιττουργοὶ μέλιτος», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ζωολ. ο μελισσοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -ουργός].

Russian (Dvoretsky)

μελισσουργός: атт. μελιττουργός ὁ пчеловод Plat., Arst.