μελλιχόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(24) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελλιχόφωνος]], -ον (Α)<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[μειλιχόφωνος]]. | |mltxt=[[μελλιχόφωνος]], -ον (Α)<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[μειλιχόφωνος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελλιχόφωνος:''' эол. = [[μειλιχόφωνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A softvoiced, Sapph. Oxy.1787 Fr.6.6 ( = Sapph. 129, where μειλιχο-codd.).
Greek (Liddell-Scott)
μελλιχόφωνος: -ον, ὁ μειλιχίως ἡδέως φωνῶν, Σαπφ. Ἀποσπάσ. 129.
Greek Monolingual
μελλιχόφωνος, -ον (Α)
(αιολ. τ.) βλ. μειλιχόφωνος.
Russian (Dvoretsky)
μελλιχόφωνος: эол. = μειλιχόφωνος.