μεταπειστός: Difference between revisions
From LSJ
(25) |
(3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταπειστός]], -ή, -όν και [[μετάπειστος]], -η, -ον) [[μεταπείθω]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να μεταπείσει («τὸ μὲν ἀκίνητον πειθοῑ, τὸ δὲ μεταπειστόν», <b>Πλάτ.</b>). | |mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταπειστός]], -ή, -όν και [[μετάπειστος]], -η, -ον) [[μεταπείθω]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να μεταπείσει («τὸ μὲν ἀκίνητον πειθοῑ, τὸ δὲ μεταπειστόν», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταπειστός:''' или [[μετάπειστος]] 2 поддающийся переубеждению, которого можно убедить Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A open to persuasion, Pl.Ti.51e; μ. ὑπὸ λόγου Id.Def.414c.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μεταπειστός, -ή, -όν και μετάπειστος, -η, -ον) μεταπείθω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταπείσει («τὸ μὲν ἀκίνητον πειθοῑ, τὸ δὲ μεταπειστόν», Πλάτ.).
Russian (Dvoretsky)
μεταπειστός: или μετάπειστος 2 поддающийся переубеждению, которого можно убедить Plat.