μεταπύργιο: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[μεταπύργιον]])<br />[[τμήμα]] τείχους ή φρουρίου το οποίο βρίσκεται [[μεταξύ]] δύο πύργων ή προμαχώνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πυργίον]] (<span style="color: red;"><</span> [[πύργος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>προ</i>-<i>πύργιο</i>].
|mltxt=το (Α [[μεταπύργιον]])<br />[[τμήμα]] τείχους ή φρουρίου το οποίο βρίσκεται [[μεταξύ]] δύο πύργων ή προμαχώνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πυργίον]] (<span style="color: red;"><</span> [[πύργος]]), [[πρβλ]]. <i>προ</i>-<i>πύργιο</i>].
}}
}}

Revision as of 15:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Α μεταπύργιον)
τμήμα τείχους ή φρουρίου το οποίο βρίσκεται μεταξύ δύο πύργων ή προμαχώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πυργίον (< πύργος), πρβλ. προ-πύργιο].