μεταλλακτός: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταλλακτός]], -ή, -όν) [[μεταλλάσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μεταλλακτό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ικανότητα]] μεταλλαγής («το μεταλλακτόν της ύλης»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεταβεβλημένος<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να μεταβληθεί ή να αλλοιωθεί από κάποιον. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταλλακτός]], -ή, -όν) [[μεταλλάσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μεταλλακτό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ικανότητα]] μεταλλαγής («το μεταλλακτόν της ύλης»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεταβεβλημένος<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να μεταβληθεί ή να αλλοιωθεί από κάποιον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεταλλακτός:''' -όν, ρημ. επίθ., αλλαγμένος, τροποποιημένος, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A changed, altered, δαίμων A.Th. 706 (lyr.). II to be changed or altered, Pi.Fr.220.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλακτός: -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεταβεβλημένος, ἠλλοιωμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 706. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ ἢ ἀλλοιώσῃ, Πινδ. Ἀποσπ. 241.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
changé.
Étymologie: adj. verb. de μεταλλάσσω.
English (Slater)
μεταλλακτός
1 to be changed οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις: μετάλλαττον, -άττων codd.: corr. Amyot, Heyne) fr. 220. 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μεταλλακτός, -ή, -όν) μεταλλάσσω
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μεταλλακτό(ν)
η ικανότητα μεταλλαγής («το μεταλλακτόν της ύλης»)
αρχ.
1. μεταβεβλημένος
2. αυτός που μπορεί να μεταβληθεί ή να αλλοιωθεί από κάποιον.
Greek Monotonic
μεταλλακτός: -όν, ρημ. επίθ., αλλαγμένος, τροποποιημένος, σε Αισχύλ.